- προσάντης
- -όσαντες, ΝΑ, και δωρ. τ. ποτάντης, -όταντες, Α1. ανηφορικός, ανωφερής και, κυρίως, απόκρημνος («πόλις... πάνυ μακρὰν ἔχουσα καὶ προσάντη πανταχόθεν ἀνάβασιν», Πολ.)2. μτφ. δύσκολος, δυσχερήςαρχ.1. ενοχλητικός, δυσάρεστος ή ανιαρός («ἐπεί τε ὑμῑν ὁ λόγος οὕτω προσάντης καθίσταται», Ηρόδ.)2. (για δίαιτα) ακατάλληλος, απρόσφορος3. μτφ. α) (για πρόσ.) δυσμενής, εχθρικόςβ) (για πράγμ.) ενάντιος4. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόσαντεςη ανηφοριά5. φρ. «πρόσαντές [ἐστι]»(με απρμφ.) είναι δύσκολο να...επίρρ...προσάντως Α1. ενοχλητικά2. με δυσαρέσκεια, με πικρία ή χωρίς τη θέληση κάποιου («πάντες μὲν ἴσως εἰκός ἐστι προσάντως ἀκούειν τὰς καθ' ἑαυτῶν βλασφημίας», Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* / ποτ (βλ. λ. ποτί) + -άντης (< θ. -αντ-εσ- < *αντ-, πρβλ. άντα, άντην, αντί), πρβλ. εξ-άντης, κατ-άντης].
Dictionary of Greek. 2013.